Αθήνα 31 Ιουλίου 2017

ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ
Πολυνομοσχέδιο του ΥΠΕΣ
«Για ποιά Αυτο-Διοίκηση μιλάμε»

Με αφορμή την ψήφιση του Πολυνομοσχεδίου «Σκούπα» του ΥΠΕΣ, η Ένωση Δημάρχων Αττικής εξέδωσε την ακόλουθη ανακοίνωση :

Αμφισβητούμε έντονα κατ’ αρχήν την σκοπιμότητα του Νομοσχεδίου αυτού, σε σχέση με την τρέχουσα χρονική συγκυρία, εάν συνυπολογισθεί ότι έρχεται με καθυστέρηση 2 χρόνων, από την χρονολογία που πρωτοπαρουσιάσθηκε και λίγους μήνες πριν την κατά τον αρμόδιο Υπουργό, επικείμενη Διοικητική Μεταρρύθμιση της Τ.Α., που σύμφωνα με τις εξαγγελίες του, θα αλλάξει εκ βάθρων το πλαίσιο που αφορά στο θεσμό. Επομένως δεν συντρέχουν, οι λόγοι, που εκτίθενται στην εισηγητική έκθεση περί επείγοντος ή επιτακτικής ανάγκης.

Σε κάθε περίπτωση, επί της ουσίας, οι αποσπασματικές και εμβαλωματικές ρυθμίσεις του Νομοσχεδίου, πολλές των οποίων προσπαθούν, προφανώς να απαντήσουν σε λειτουργικού χαρακτήρα αδιέξοδα προβλήματά της Αυτοδιοίκησης, ακολουθούν το ίδιο πνεύμα που διέπει όλο το θεσμικό πλαίσιο της Τ.Α. και έχει προκαλέσει όλα αυτά τα αδιέξοδα.
Παρεμβατικότητα του Κράτους, με οριζόντιες ρυθμίσεις που σαφώς αντίκεινται στην συνταγματικά κατοχυρωμένη (ζητούμενο), Διοικητική Αυτοτέλεια του θεσμού.
Παρατηρούμε ρυθμίσεις, πολλές και ετερογενείς που σε καμία όμως περίπτωση δίνουν ριζικές λύσεις επί των πραγματικών προβλημάτων, που αντιμετωπίζουν οι αιρετοί της Τ.Α. Λύσεις που θα καταστήσουν τους Δήμους, πιο λειτουργικούς και πιο αποτελεσματικούς στην άσκηση των αρμοδιοτήτων τους.

Χαρακτηριστικά αναφέρουμε ότι χρειάζεται σύμφωνα και με την εισηγητική έκθεση κοινή Υπουργική απόφαση τριών (3) Υπουργών (!) για τα θέματα αδειοδότησης των παιδότοπων (άραγε δεν αρκούν τα πρότυπα τύπου ΕΛΟΤ και πιστοποίησης κατά ISO). Ο επαναπροσδιορισμός των αποδοχών των μελών των Ορχηστρικών Συνόλων και η χορήγηση ειδικού επιδόματος (50€)ως και η χρήση ρυμουλκούμενων (!) (και μάλιστα με περιορισμούς) προβλέπεται στο Νόμο. Ενώ με απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών εγκρίνεται ακόμα και η πρόσληψη προσωπικού, αμειβόμενου με την καταβολή αντιτίμου, για τις παρεχόμενες υπηρεσίες.

Παρατηρούμε ρυθμίσεις, που «εξυπηρετούν» αμφιβόλου σκοπιμότητας και γενικότητας αιτήματα όπως π.χ. η πρόβλεψη για 2 δημοσιογράφους (!) σε κάθε Περιφέρεια (γιατί θα πρέπει να αποφασίζει με Νόμο το Κράτος, πόσους δημοσιογράφους θα έχει η αιρετή Περιφέρεια?), η μη επιβολή προστίμου στους υπαλλήλους που δεν έδωσαν στοιχεία (!) στην υπερκείμενη Αρχή (κομματικό – συντεχνιακό ρουσφέτι που επιβραβεύει την απείθεια) ή η καταβολή αποζημιώσεων (επιλεκτικά) στα μέλη συγκεκριμένης Επιτροπής «για την αξιολόγηση του ισχύοντος νομοθετικού πλαισίου για την παροχή και λήψη μέτρων προστασίας και υγείας (!)» κάτι που δεν ισχύει για δεκάδες άλλες Επιτροπές με σημαντικότερο έργο και πολλά άλλα, όπως η συμμετοχή υπαλλήλων δημοσίου τομέα με αμοιβή στο έργο της ΕΕΤΑ!

Παρατηρούμε ρυθμίσεις, που είναι μεν αποδεκτές, αλλά έχουν κόστος για την Αυτοδιοίκηση. Κόστος που δεν προβλέπεται η αναπλήρωση του. Όπως π.χ. η επέκταση του επιδόματος ανθιυγεινής εργασίας (κόστος 4 εκατομ. σύμφωνα με την έκθεση) ή η δυνατότητα ρύθμισης οφειλών των πολιτών προς τους Δήμους (που θα αυξήσει ενδεχόμενα την εισπραξιμότητα, θα στερήσει όμως προϋπ/νους πόρους από την ΤΑ).
Θετικά κρίνουμε ρυθμίσεις όπως η απόδοση υπέρ των Δήμων των προστίμων για τα ζώα συντροφιάς, η απόδοση φόρου ζύθου (που είχε παρακρατηθεί) σε ορεινούς κλπ Δήμους, όπως και η απόδοση κινήτρων για τους υπηρετούντες στους παραμεθόριους Δήμους και μια σειρά άλλων αναλυτικών ρυθμίσεων που για μια άλλου τύπου όμως Αυτοδιοικητική δομή, αυτά θα ήταν αυτονόητα και όχι αντικείμενο νομοθετικής ρύθμισης.

Ως προς την καταστατική θέση των αιρετών, ουδεμία αναβάθμιση προβλέπεται. Ενώ ακόμα και η θετική επαναφορά της αντιμισθίας των Αντιδημάρχων, διέπεται, από την ίδια συγκεντρωτική αντίληψη του Κράτους. Αφού η δυνατότητα παροχής αντιμισθίας, θα έπρεπε να αφήνεται στην κρίση του κάθε Δημοτικού Συμβουλίου, εφ’όσον υπάρχει η οικονομική προς τούτο δυνατότητα του Δήμου. Ως προς την επαναφορά της αποζημίωσης στους Δημοτικούς Συμβούλους, αλήθεια αναρωτιόμαστε ποιά «ακαδημαϊκή επιστημονική μελέτη», οδήγησε στην εξαίρεση των διαμένοντων Δ.Σ. (συγκεκριμένα) κάτω των (10) δέκα χιλιομέτρων από την έδρα του Δήμου, με ολική μάλιστα εξαίρεση, της Αττικής και της Θεσσαλονίκης. Αναρωτιόμαστε, άραγε, ο Δημοτικός Σύμβουλος που διαμένει σε Δήμους στην Α’ και Β’ Περιφέρεια Αθήνας και Α’ και Β’ Περιφέρεια Πειραιά, θεωρείται πιο πλούσιος από τους ομολόγους του της επαρχίας, ώστε να καλείται να καταβάλλει διόδια και κόστος καυσίμων, για να μεταβεί στην έδρα του Δήμου, σε απόσταση δεκάδων χιλιομέτρων, για μια συνεδρίαση του Δ.Σ. Αμφισβητούμε έντονα τη σοβαρότητα τέτοιων ρυθμίσεων. Είναι προφανές ότι και σε αυτή την περίπτωση, αρμόδιο πρέπει να είναι μόνο το Δ.Σ.

Τα θετικά στοιχεία του Νομοσχεδίου όπως η δημιουργία Μητρώου πολιτών, τα σχετικά με τις Ε.Ο.Ε.Σ., η αναθεώρηση του πλαισίου των ΔΕΥΑ κλπ δεν αναιρούν την πεποίθηση ότι το Νομοσχέδιο αυτό και ΑΚΑΙΡΟ είναι και ΑΝΕΔΑΦΙΚΟ

ΑΚΑΙΡΟ γιατί θα έπρεπε να έπεται της Διοικητικής Μεταρρύθμισης και

ΑΝΕΔΑΦΙΚΟ γιατί δεν απαντά, στα μεγάλα προβλήματα της Αυτοδιοίκησης, που περιμένουν λύσεις.
-Για μόνιμη και χωρίς παρεκκλήσεις αντιμετώπιση του συνεχώς διογκόμενου οικονομικού προβλήματος.
-Της αδυναμίας κάλυψης λειτουργικών αναγκών, λόγω μεγάλων ελλείψεων στο μόνιμο προσωπικό .
-Της εύκολης και άμεσης πρόσβασης των ΟΤΑ σε χρηματοδοτήσεις και στην ωρίμανση σχετικών έργων.
-Στην αναβάθμιση της καταστατικής θέσης των αιρετών, η επιδείνωση της οποίας, απομακρύνει άξιους πολίτες από τον Θεσμό.
-Στην ευελιξία και αμεσότητα με την οποία θα μπορεί να δράσει η κάθε Δημοτική Αρχή, σε οιαδήποτε τοπική υπόθεση.

Τελικά τίθεται το ερώτημα: οι δεκάδες αυτές ρυθμίσεις, που προσδιορίζουν με λεπτομέρεια, πως θα λειτουργούν οι Δήμοι, ανταποκρίνεται στα όσα αναφέρονται στην εισηγητική έκθεση του Νόμου, ότι θα πρέπει «να αφήσουμε στους αυτοδιοικητικούς θεσμούς, το ευρύτερο δυνατό πεδίο αυτοτέλειας στην διοίκηση των θεμάτων της αρμοδιότητάς τους;» ή
οι ρυθμίσεις για τους αιρετούς « ενισχύουν την θεσμική υπόσταση και τον ρόλο που διαδραματίζουν στην πραγματική άσκηση των καθηκόντων και μάλιστα σε καθεστώς ισότητας μεταξύ τους» ;

ΑΠΟ ΤΟ ΓΡΑΦΕΙΟ ΤΥΠΟΥ