Η κυρία Μπέσιλα, η καθηγήτρια, έχει τον λόγο. Κυρία Ευρυδίκη Μπέσιλα – Βίκα, καθηγήτρια Παντείου Πανεπιστημίου.
Ε. ΜΠΕΣΙΛΑ – ΒΙΚΑ: Καλησπέρα και από εμένα.
Καταρχήν, ήθελα να ευχαριστήσω για την αποψινή πρόσκληση και εκδήλωση τους διοργανωτές, την Περιφερειακή Ένωση Δήμων Αττικής και την Ένωση Δημάρχων Αττικής.
Κατά τη διάρκεια που μιλούσαν οι προηγούμενοι συνάδελφοι, προσπάθησα,για οικονομία χρόνου, να σβήσω με ένα κόκκινο στυλό πάρα πολλά πράγματα και να επικεντρωθώ στα πιο βασικά. Γιατί ξέρετε, εμείς οι ακαδημαϊκοί είμαστε λίγο θεωρητικοί και η εμπειρία μου μου έχει δείξει πως είμαστε λίγο βαρετοί στους αυτοδιοικητικούς, που ενδιαφέρονται λιγότερο για την αξία των ορισμών και των συνταγματικών διατάξεων και περισσότερο να λύνουν προβλήματα λειτουργικά, της καθημερινότητάς τους. Πράγματα δηλαδή, που τους ενδιαφέρουν σε πολύ συγκεκριμένες περιπτώσεις . Όμως, ξεπερνούν με αυτό τον τρόπο άλλα θέματα, τα οποία είναι πολύ πιο ριζοσπαστικά για τον θεσμό της Τοπικής Αυτοδιοίκησης συνολικά. Γιατί, αν δεν λυθούν αυτά τα θέματα πρώτα, όλες οι επιμέρους ρυθμίσεις σε θέματα καθημερινότητας θα έχουν έναν προσωρινό χαρακτήρα ,τα προβλήματα θα διαιωνίζονται και η πρόχειρη λύση τους δεν θα έχει καμία απολύτως αξία.
Ασχολούμαι με την Αυτοδιοίκηση, σε ακαδημαϊκό βέβαια καθαρά επίπεδο, από το 1993 και μάλιστα, οι συνάδελφοί μου μου έλεγαν τότε, ότι ασχολούμαι με το κακό κομμάτι κρέας και όχι με το φιλέτο, που λέγεται διοικητική δικαιοσύνη. Άκουσα προηγουμένως, και σε όλα τα Συνέδρια που έχω παρακολουθήσει της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, είτε τακτικά είτε έκτακτα ή σε άλλες σχετικές συναντήσεις και συζητήσεις, το μόνιμο πρόβλημα είναι οι αρμοδιότητες και τα οικονομικά, οι πόροι και οι αρμοδιότητες. Και μάλιστα, τώρα τελευταία ενόψει και της συνταγματικής αναθεώρησης, πάρα πολλά πράγματα φαίνεται να αναμένει η Αυτοδιοίκηση από αυτήν. Δηλαδή, στη συνταγματική αναθεώρηση εναποθέτουν πολλές προσδοκίες οι αυτοδιοικητικοί. Θα ήθελα όμως, να τονίσω ότι το ελληνικό Σύνταγμα στο άρθρο 102, ρυθμίζει και προστατεύει την Τοπική Αυτοδιοίκηση κατά τέτοιον εκτενή τρόπο, που κανένα άλλο ευρωπαϊκό Σύνταγμα δεν περιλαμβάνει στις διατάξεις του τόσο εκτενείς διατάξεις για την Αυτοδιοίκηση, όσο το ελληνικό.
Το πρόβλημα δεν είναι η κατοχύρωση, το πρόβλημα είναι η εφαρμογή. Και η οικονομική αυτοτέλεια που ακούσαμε προηγουμένως και η διοικητική αυτοτέλεια, κατοχυρώνονται στο ελληνικό Σύνταγμα ανεπιφύλακτα, χωρίς δηλαδή την επιφύλαξη του νόμου. Αυτό σημαίνει δηλαδή, ότι δεν πρέπει η ελληνική Αυτοδιοίκηση να προσδοκά από τη νομοθετική εξουσία να της ορίσει ή να της προσδιορίσει είτε την οικονομική της αυτοτέλεια, είτε τη διοικητική. Της την παρέχει το ίδιο το Σύνταγμα.
Επίσης στο θέμα των αρμοδιοτήτων, το ελληνικό Σύνταγμα μιλά για τεκμήριο αρμοδιότητος όλων των τοπικών υποθέσεων υπέρ της Τοπικής Αυτοδιοίκησης. Αυτό σημαίνει, ότι όλες οι υποθέσεις που έχουν έναν τοπικό καθαρά χαρακτήρα, οι τοπικές υποθέσεις, ανήκουν και αυτές ανεπιφύλακτα σε περίπτωση αμφισβήτησης στην Τοπική Αυτοδιοίκηση. Άλλο όμως είναι το θέμα, αν ο όρος τοπική υπόθεση, αποτελεί έναν όρο, ο οποίος αποτελεί πάντοτε το μήλον της έριδος μεταξύ κεντρικού κράτους και Αυτοδιοίκησης. Προσπαθεί δηλαδή το κράτος με την απαρίθμηση αρμοδιοτήτων και με την μεταφορά τους στην Αυτοδιοίκηση, να τον προσδιορίσει.
Στην πορεία των διαφόρων νομοσχεδίων που έχουν ψηφιστεί για την Αυτοδιοίκηση, έχω διαπιστώσει ότι κάθε νέα κυβέρνηση επικαλείται μια κεντρική προγραμματική της δέσμευση, για μια ριζοσπαστική αναδιάρθρωση της Αυτοδιοίκησης για υλοποίηση βασικών συνταγματικών διατάξεων και επιταγών που την αφορούν, για μια Αυτοδιοίκηση με επιχειρησιακή ικανότητα χωρίς μεσίτευση των τοπικών συμφερόντων σε άλλα επίπεδα άσκησης εξουσίας. Κάθε φορά όμως, το μόνο πράγμα που επιτυγχάνονταν, και αυτό είναι σχεδόν απόλυτο, ήταν η επίλυση κάποιων αδυναμιών του υφιστάμενου θεσμικού πλαισίου ή η αποσπασματική επίλυση κάποιων θεμάτων, που η σοβαρότητα τους δεν επιδέχονταν χρονική μετάθεση της αντιμετώπισής τους και καθιστούσαν αναγκαία μια άμεση ρυθμιστική παρέμβαση.
Το συγκεντρωτικό κράτος που ιδρύθηκε το 1830, περισσότερο ή λιγότερο μεταμφιεσμένο, εξακολουθεί να υπάρχει μέχρι σήμερα παρά την επανειλημμένα ευρεία συνταγματική κατοχύρωση του θεσμού της Τοπικής Αυτοδιοίκησης. Η αποτυχία αυτή δεν οφείλεται στην ανεπάρκεια ή τις ατέλειες της εκάστοτε νομοθεσίας που ρυθμίζει θέματα αυτοδιοικητικά, αλλά στο γεγονός ότι η Τοπική Αυτοδιοίκηση, αυτή καθεαυτή, βρίσκεται αποκομμένη από μια ευρύτερη μεταρρυθμιστική προσπάθεια του κράτους και δεν αντιμετωπίζεται ως ένας θεσμός εξαρτημένος από τους υπόλοιπους θεσμούς της δημοκρατίας. Είναι ξεκάθαρο, πώς ο ρόλος της Τοπικής Αυτοδιοίκησης στην Ελλάδα, ρυθμίζονταν ανέκαθεν από το κράτος που την αντιμετώπιζε πάντοτε διστακτικά, επιφυλακτικά, με ή χωρίς προσχήματα.
Η ανάγκη μεταρρυθμίσεων που θα ανταποκρίνονται στα νέα αιτήματα της κοινωνίας των πολιτών, εξαρτάται και σήμερα ακόμα από το κράτος και ρωτώ. Έχει την ικανότητα η κεντρική διοίκηση να αφουγκραστεί ή και να προαντιληφθεί τις καινούργιες ανάγκες που διαμορφώνονται; Η κοινωνία έχει μια δυναμική από μόνη της, που την οδηγεί σε συνεχείς αλλαγές. Η τεχνολογική πρόοδος, η Ευρωπαϊκή Ένωση, το νέο διεθνοποιημένο περιβάλλον, δημιουργούν καινούργιες προσδοκίες και διαμορφώνουν καινούργιες ανάγκες στους πολίτες.
Η Τοπική Αυτοδιοίκηση, ένας θεσμός που βρίσκεται πιο κοντά στον πολίτη, μπορεί να αντιληφθεί την ανάγκη προσαρμογής στα νέα δεδομένα πολύ πιο γρήγορα από οποιοδήποτε άλλο επίπεδο διοίκησης. Η μεταβολή επομένως της κοινωνίας, συμπαρασύρει αναγκαστικά και το θεσμό της Αυτοδιοίκησης και απαιτεί από αυτόν έναν καινούργιο ρόλο, που σε κρίσιμες περιστάσεις μπορεί να τον αναλάβει η Αυτοδιοίκηση και το απέδειξε με επιτυχία στα πρόσφατα χρόνια της κρίσης. Η Τοπική Αυτοδιοίκηση λοιπόν είναι ένας κατεξοχήν πολιτικός θεσμός και πρέπει να αντιμετωπιστεί ως τέτοιος στο επίπεδο τόσο του πολιτικού σχεδιασμού, όσο και της πολιτικής πρακτικής.
Το κράτος όμως, ούτε στο παρελθόν ούτε και τώρα απαντά μέσα από τα νομοσχέδια του για την Αυτοδιοίκηση στο θέμα αυτό της ανασυγκρότησής της, γιατί κάθε φορά δρα ευκαιριακά και όχι στρατηγικά, για αυτό και οποιεσδήποτε μεταρρυθμίσεις που γίνονται σε επιμέρους θέματα του πολιτικοδιοικητικού μας συστήματος θα παραμένουν ανολοκλήρωτες στο βαθμό που δεν εντάσσονται σε ένα στρατηγικό πλαίσιο των αναγκαίων μεταρρυθμίσεων ολόκληρου του διοικητικού μας συστήματος. Πρέπει δηλαδή, να υπάρχει μια καινούργια αναδιάρθρωση του κράτους, το κράτος να περιοριστεί στον επιτελικό του ρόλο και η μεταρρύθμιση αυτή και αναδιάρθρωση να περιλαμβάνει βέβαια και την Τοπική Αυτοδιοίκηση.
Τώρα επειδή μιλάμε για διοικητική αυτοτέλεια, ξέρετε ότι η αυτοτέλεια σημαίνει υπό ιδίαν ευθύνη άσκηση δημόσιας διοίκησης. Να δρουν δηλαδή, ελεύθερα και να παίρνουν πρωτοβουλίες οι Δήμοι μέσα στα πλαίσια των νόμων και να μην υπόκεινται στις διαταγές του κράτους ή στις διαταγές οποιουδήποτε άλλου φορέα δημόσιας εξουσίας. Σε ότι αφορά την διοικητική αυτοτέλεια, αυτή συνίσταται αφενός μεν στο τυπικό διαχωρισμό του προσωπικού, του διοικητικού προσωπικού της Αυτοδιοίκησης από αυτό των κεντρικών υπηρεσιών τους κράτους και αφετέρου στην ανεξαρτησία των ΟΤΑ κατά τον ορισμό του προσωπικού τους και κατά την διεξαγωγή του διοικητικού έργου τους απέναντι στο κράτος. Αυτή είναι βέβαια η ιδεώδης μορφή της διοικητικής αυτοτέλειας, διότι στην πραγματικότητα συναντούμε μόνο την αυτοτέλεια υπό την πρώτη της μορφή, με τον τυπικό χωρισμό του διοικητικού προσωπικού από αυτό του κράτους.
Για το περιεχόμενο του όρου διοικητική εποπτεία, δεν υπάρχει βέβαια ομοφωνία στην θεωρία. Πάντως, εκείνο το οποίο είναι βέβαιο , και αυτό το λέω γιατί μου έχουν κατά καιρούς γίνει πολλές ερωτήσεις από αυτοδιοικητικούς πάνω σε αυτό το θέμα, δεν περιλαμβάνει την αυτονομία, δηλαδή την ικανότητα της νομικής αυτορρύθμισης του τοπικού οργανισμού, αλλά μπορεί να περιλαμβάνει μόνο την εξουσία να αποφασίζει για τις τοπικές υποθέσεις με δικά του όργανα. Το Σύνταγμα δεν καθιερώνει τοπική αυτονομία, η οποία αν καθιερωνόταν θα απέκλειε την διοικητική εποπτεία. Σε ένα σύστημα τοπικής αυτονομίας, ο έλεγχος νομιμότητας τόσο των πράξεων, όσο και των προσώπων των αιρετών θα ήταν απευθείας δικαστικός. Η διοικητική αυτοτέλεια επίσης, δεν αποκλείει τον έλεγχο νομιμότητας αφού είναι αναγκαία η ενιαία συμμόρφωση στο νόμο ολόκληρης της επικράτειας.
Σε ότι αφορά τώρα την αυτονομία, μπορεί να τεθεί το ζήτημα αν είναι συνταγματικά επιτρεπτή η καθιέρωση με νόμο της αυτονομίας των τοπικών οργανισμών. Και εδώ πιστεύω, η άποψη μου είναι ότι θα πρέπει το θέμα να λυθεί θετικά ενόψει της διάταξης του άρθρου 43 παρ. 2, εδάφιο β του Συντάγματος, που επιτρέπει μετά από εξουσιοδότηση νόμου την έκδοση κανονιστικών πράξεων από άλλα όργανα της διοίκησης για θέματα τοπικού ενδιαφέροντος. Και πράγματι, αυτό το έκανε ο νόμος 3463/ 2006, δηλαδή ο ισχύων δημοτικός κώδικας ακολούθησε αυτή την ερμηνεία της συνταγματικής διάταξης και καθιέρωσε για πρώτη φορά τη δυνατότητα των πρωτοβάθμιων ΟΤΑ, να θέτουν με κανονιστικές αποφάσεις ειδικότερους όρους και προϋποθέσεις για την ίδρυση και εγκατάσταση επιχειρήσεων που επηρεάζουν το φυσικό, αρχιτεκτονικό και λοιπά περιβάλλον, αλλά και την αισθητική και την εν γένει λειτουργία του χώρου τους. Καθιερώνεται δηλαδή πρώτη φορά, το δικαίωμα των δημοτικών και κοινοτικών αρχών να θέτουν κανόνες και να ρυθμίζουν μια σειρά από ζητήματα της αρμοδιότητάς τους, εκδίδοντας τοπικές κανονιστικές αποφάσεις ανάλογα με τις τοπικές συνθήκες που επικρατούν σε κάθε Δήμο. Οι κανονιστικές αυτές αποφάσεις βέβαια, καλό είναι να λαμβάνονται στην έναρξη της δημοτικής περιόδου πάντοτε, ώστε να διαμορφώνεται από την αρχή το συγκεκριμένο ρυθμιστικό πλαίσιο μέσα στο οποίο θα πρέπει να κινηθούν οι τοπικές αρχές.
Τελειώνοντας, θα ήθελα με την ευκαιρία αυτή να πω και κάτι άλλο. Επειδή και εδώ είναι ένας αυτοδιοικητικός χώρος,συμβαίνει ότι σε όλα τα Συνέδρια και σε όλες τις αυτοδιοικητικές συναντήσεις που έχουν γίνει. Υπάρχει η μόνιμη θεματολογία της διεκδίκησης της Αυτοδιοίκησης από το κράτος, της διεκδίκησης πόρων, αρμοδιοτήτων και της απαίτησης επίλυσης διαφόρων άλλων προβλημάτων που άκουσα και σήμερα και που έχω ακούσει και άλλες φορές. Όμως, θα έπρεπε και η Αυτοδιοίκηση να κάνει κάποιες συναντήσεις κλειστού τύπου, όπου να κάνει την ενδοσκόπησή της, την αυτοκριτική της για το αν η ίδια λειτουργεί σωστά ή όχι, μέσα στα πλαίσια βέβαια των νόμων, και να απαλύνει , να καθαρίσει το όνομα της από όσα, άδικα ενδεχομένως πολλές φορές, της καταλογίζουν για ευθύνες, διαφθορές, κακοδιοικήσεις και τα λοιπά, όπως αυτά προκύπτουν μέσα από τις ετήσιες εκθέσεις των ανεξάρτητων αρχών. Μιλώ για τις εκθέσεις του Γενικού Επιθεωρητή δημόσιας διοίκησης ή για τον Συνήγορο του Πολίτη. Θα πρέπει λοιπόν η Αυτοδιοίκηση να κάνει την αυτοκριτική της και να προσπαθήσει η ίδια να δώσει λύσεις σε αυτά τα θέματα που προκύπτουν προς τα έξω.
Επίσης, κάτι άλλο ,με το οποίο δεν έχει ασχοληθεί ποτέ η Αυτοδιοίκηση και θα έπρεπε, γιατί παίζει πάρα πολύ μεγάλο ρόλο στην αναπτυξιακή της πορεία, ο κάθε Δήμος χωριστά να ασχοληθεί με το πώς λειτουργούν οι υπηρεσίες του. Αν εξασφαλίζεται η σωστή συνεργασία των μελών του, αν έχουν την ικανότητα προσαρμογής και καινοτομίας και αν γίνεται μια συστηματική και σωστή επικοινωνία ανάμεσα σε ανώτερους και κατώτερους. Η εσωτερική οργάνωση των Δήμων, η διοίκηση μέσω στόχων και η θέσπιση δεικτών παραγωγικότητας μέσα στους Δήμους, δηλαδή πράγματα του νέου δημόσιου management, είναι μια σημαντική λειτουργία που συνδέεται με τη δημιουργία της κατάλληλης οργανωτικής διοικητικής διάρθρωσης, αλλά και την επιλογή του κατάλληλα επιλεγμένου και εξειδικευμένου προσωπικού για κάθε ιεραρχικό επίπεδο και για κάθε εξειδικευμένη εργασία. Η διαρκής αναζήτηση της ποιότητας της Τοπικής Αυτοδιοίκησης θα βελτιώσει την εικόνα των υπηρεσιών της στους πολίτες και θα αποτραβήξει βέβαια και τους υπαλλήλους της από την ρουτίνα της μονοτονίας και θα τους ρίξει μέσα στην παραγωγικότητα.
Και κάτι ακόμα, επειδή άκουσα για μη αναπτυξιακή πολιτική. Ο σημερινός Δήμος, αν θέλει να ανταγωνιστεί και τους υπόλοιπους ευρωπαϊκούς Δήμους, θα πρέπει να δείξει την εξωστρέφεια του και θα πρέπει αντί να ζητιανεύει και να εκλιπαρεί το κράτος για πόρους, για την εκχώρηση πόρων, να εκμεταλλευτεί όλες τις δυνατότητες να έχει δικούς του πόρους. Όχι μέσα από τα τραπεζοκαθίσματα και τα ξενοδοχεία, αλλά εξαντλώντας τις δυνατότητες που του προσφέρονται μέσα από ευρωπαϊκά προγράμματα. Τις διάφορες ευκαιρίες που μπορεί να αναζητήσει μέσα στα πλαίσια της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Να μπει μέσα σε δίκτυα, να μπει μέσα σε φορείς ευρωπαϊκούς με τους οποίους θα μπορέσει να συνεργαστεί και να αντλήσει πόρους κατευθείαν από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Αυτό όμως θέλει ένα σωστά καταρτισμένο προσωπικό και ιδιαίτερα θα πρέπει σε κάθε Δήμο, κατά την άποψη μου, να υπάρχει ένας manager,ο οποίος θα βοηθήσει στην επίτευξη μιας σωστής ανάπτυξης. Θα πρέπει το κράτος να επιληφθεί, να διοριστεί ως manager, ένας επιστήμονας αορίστου χρόνου, ο οποίος θα εξασφαλίζει τη συνέχεια της αναπτυξιακής προσπάθειας κάθε Δήμου. Να δημιουργηθεί ένα team ειδικών επιστημόνων για την εξασφάλιση της συνέχειας και της διαχρονικότητας της ανάπτυξης στους Δήμους. Ο Δήμος δεν είναι μόνο για την πενταετή δημοτική θητεία. Ανήκει στους πολίτες και αυτοί οι πολίτες θέλουν μια διαχρονικότητα στην παροχή των υπηρεσιών και στην ανάπτυξη της περιοχής τους. Δεν έχουμε ανάγκη από Γενικούς Γραμματείς, δεν έχουμε ανάγκη από Συμβούλους Δημάρχων. Έχουμε ανάγκη από τέτοιους ανθρώπους, από επιστήμονες, που θα μπορέσουν να βγάλουν την Αυτοδιοίκηση από το τέλμα της στασιμότητας.
ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ: Ωραία, ευχαριστούμε πολύ. Είναι όλα αυτά τόσο όμορφα και ιδεώδη κυρία Μπέσιλα, πραγματικά που εμάς που έχουμε ασκήσει διοίκηση μας πιάνει κατάθλιψη πραγματικά.
Ε. ΜΠΕΣΙΛΑ – ΒΙΚΑ: (εκτός μικροφώνου)
ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ: Κατάθλιψη μας πιάνει όταν μας λέτε ότι πρέπει να έχουμε κατηρτισμένο προσωπικό και δεν μπορούμε να προσλάβουμε ούτε τον Γραμματέα μας με δική μας επιλογή.