Οφείλουν τα δημόσια, και δη τα πολιτικά, πρόσωπα να ανέχονται την κριτική των μέσων μαζικής ενημέρωσης όσο σκληρή και άδικη αν είναι;

Πρόκειται για σταυρικό νομικό και δικαιοπολιτικό ερώτημα που ταλανίζει την πολιτική, την δημοσιογραφία αλλά και την δικαστηριακή πράξη τουλάχιστον από τον χρόνο γενέσεως της σύγχρονης φιλελεύθερης δημοκρατίας.

Φαίνεται να υπάρχει στον δυτικό νομικό πολιτισμό ένα διαμορφωμένο consensus σχετικά με το ευρύ δικαίωμα κριτικής των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης έναντι των πολιτικών προσώπων. Η δικαιοηθική και δικαιοπολιτική θεμελίωση του δικαιώματος ερείδεται στην εκούσια επιλογή του πολιτικού προσώπου να αναμειχθεί στα κοινά, και με τον τρόπο αυτόν να αυτοεκτεθεί ανεχόμενος την κριτική ενασχόληση των άλλων με τον ίδιο. Πρόκειται δηλαδή για λελογισμένο, εκούσιο, αυτοπεριορισμό της προσδοκίας προστασίας τόσο της προσωπικότητας, όσο και του ιδιωτικού βίου του δημοσίου, και ιδίως του πολιτικού, προσώπου. Από την άλλη πλευρά, τα μέσα ενημέρωσης και οι δημοσιογράφοι, διά του ελέγχου και της κριτικής των πολιτικών, επιτελούν το ρόλο θεματοφύλακα της δημοκρατίας, «μαντρόσκυλου» (public watchdog) κατά την προσφυά διατύπωση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Είναι πάγια η διατύπωση του Δικαστηρίου του Στρασβούργου ότι τα δημόσια πρόσωπα οφείλουν να ανέχονται την κριτική που διατυπώνουν τα μέσα ενημέρωσης, ακόμα κάνει αυτή είναι ιδιαιτέρως σκληρή και οξεία και μετέρχεται αντίστοιχες εκφράσεις.

Η δημοσιογραφική γραφίδα και η τηλεοπτική κάμερα, όμως, δεν μπορούν να λειτουργούν ασύδοτα και ανέλεγκτα. Όριο στη δράση τους, και εν ταυτώ όριο της ελευθερίας της έκφρασης, είναι η προστασία του απαραβίαστου πυρήνα της προσωπικότητος κάθε προσώπου, άρα και των δημοσίων προσώπων. Τοιαύτη προστασία έχει ισόκυρη και ισοδύναμη συνταγματική θεμελίωση με εκείνη της ελευθερίας της έκφρασης. Για τον λόγο αυτόν τα χρηστά δημοσιογραφικά ήθη επιβάλλουν μια σειρά υποχρεώσεων στους εκπροσώπους του τύπου, έντυπου και ηλεκτρονικού, ώστε η δημοσιογραφική λειτουργία να μην εκτρέπεται σε δολοφονία χαρακτήρων και ανθρωποφαγία. Ο σεβασμός της άλλης άποψης, η αναζήτηση και η δημοσίευση της γνώμης της άλλης πλευράς, δηλαδή του θιγόμενου δημόσιου προσώπου, η απαγόρευση χρησιμοποίησης εκφράσεων που ενέχουν σκοπό εξυβρίσεως, και ιδίως η προστασία της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, αποτελούν πλέγμα νομικών υποχρεώσεων που επιβάλλονται στους εκπρόσωπους του τύπου και ελέγχονται δικαστικώς. Δια της ορθής σταθμίσεως των συγκρουομένων ως άνω εννόμων αγαθών, με κριτήριο την συνταγματική αρχή της αναλογικότητας, επέρχεται in concreto η πρακτική εναρμόνιση, που αποτελεί διαρκές ζητούμενο της έννομης τάξης.

Είναι όμως άραγε σήμερα η δικαστική προστασία που παρέχεται στους θιγόμενους λυσιτελής και αποτελεσματική; Ο σχετικός προβληματισμός έχει δύο όψεις. Από τη μία πλευρά έχει διατυπωθεί η αιτίαση ότι οι αγωγές με πολύ υψηλά αιτούμενα ποσά χρηματικής ικανοποίησης, λειτουργούν εξ αντικειμένου, και ήδη προ της δικαστικής κρίσεως, ως στοιχεία περιοριστικά της ελευθερίας του λόγου, διότι καταλήγουν στην σφοδρά πιθανή αυτολογοκρισία των μέσων μαζικής ενημέρωσης. Υπό τον φόβο, δηλαδή, μιας εξοντωτικής αγωγής οι εκπρόσωποι του τύπου αυτοπεριορίζονται και διατυπώνουν ηπιότερη κριτική ή αποφεύγουν εντελώς την κριτική, προκειμένου να αποφύγουν μια αβέβαιη δικαστική διαμάχη που μπορεί να καταλήξει στην εις βάρος τους και επιδίκαση υψηλότατων ποσών. Η βασιμότητα της κριτικής αυτής όμως εξικνείται μέχρι ορισμένου σημείου μόνον. Διότι α) η άσκηση ενδίκων μέσων και βοηθημάτων αποτελεί αναφαίρετο συνταγματικό δικαίωμα, β) πραγματικές συνέπειες για τον δημοσιογράφο επιφέρει μόνον το αποτέλεσμα της δικαστικής κρίσης. Και η δικαστική κρισιολόγηση πρέπει να γίνεται σεβαστή από τους κοινωνούς στο πλαίσιο ενός κράτους δικαίου, με την επιφύλαξη του δικαιώματος κριτικής των αποφάσεων με νομικούς όρους.
Από την άλλη πλευρά πρέπει να εξετάσουμε την πραγματική αποτελεσματικότητα του νομικού οπλοστασίου για τα θιγόμενα πρόσωπα. Ιδίως μάλιστα όταν από τη φύση του πράγματος οι θιγόμενοι ενεργούν κατ’ ανάγκη μόνον κατασταλτικώς και σε δεύτερο χρόνο, αφού δηλαδή έχει συντελεστεί η προσβολή τους. Η δε αποκατάσταση, αν και όταν επέλθει δια της δικαστικής οδού, θα είναι προδήλως ετεροχρονισμένη και άρα εξ ορισμού ήσσονος αποτελεσματικότητος. Τα τελευταία έτη μια σειρά από νομοθετικές μεταβολές είχαν ως αποτέλεσμα την απίσχναση της προστασίας των θιγομένων προσώπων. Αφενός σε αστικό επίπεδο η επιβάρυνση της προδικασίας με υποχρεωτική εξώδικη δήλωση και η κατ’ αρχήν στέρηση της δικαστικής προστασίας σε περίπτωση δημοσίευσης επανορθωτικού δημοσιεύματός θέτουν προσκόμματα στην ικανοποίηση του ζημιωθέντος. Μια ικανοποίηση η οποία καθίσταται έτι περαιτέρω έωλη και αβέβαιη αν ληφθεί υπ’ όψιν ότι η εκτέλεση των δικαστικών αποφάσεων των πολιτικών δικαστηρίων σε ό,τι αφορά την επιδικαζόμενη χρηματική ικανοποίηση προϋποθέτει την ύπαρξη ικανών περιουσιακών στοιχείων του εναγομένου. Είναι όμως συχνό το φαινόμενο δημοσιογράφοι, δημοσιογραφούντες και κήνσορες της δημόσιας ζωής να έχουν εξασφαλίσει ότι δεν διαθέτουν περιουσία ή έχουν τεχνηέντως αφήσει στο απυρόβλητο την περιουσία αυτή, μέσω παρένθετων προσώπων. Στην περίπτωση αυτή, η οποία νίκη στα αστικά δικαστήρια, είναι πύρρειος, καθώς πέρα από την υποχρεωτική δημοσίευση ενός επανορθωτκού δημοσιεύματός, και μάλιστα όταν το αρχικό προσβλητικό δημοσίευμα έχει περίπου ξεχαστεί, ο θιγόμενος με μαθηματική βεβαιότητα δεν θα λάβει καμία χρηματική ικανοποίηση. Στον χαοτικό δε κόσμο του διαδικτύου, εγγενές χαρακτηριστικό του οποίου είναι η ευκολία δημοσίευσης και η ταχύτατη διάδοση ψευδών ειδήσεων ή προσβλητικών δημοσιευμάτων, η πραγματική δυνατότητα δικαστικής προστασίας προσκρούει σε ένα πρώιμο εμπόδιο: την αντικειμενική αδυναμία ανεύρεσης του εναγομένου ο οποίος επιμελώς μπορεί να κρυφτεί πίσω από την ανωνυμία της κοινωνίας της πληροφορίας, καθώς δεν μπορεί να ευρεθεί ο ιδιοκτήτης του Μέσου μέσω της IP, αφού η αρμόδια Διεύθυνση Ηλεκτρονικού Εγκλήματος αρνείται να χορηγήσει την πληροφορία σε μη κακουργηματικού χαρακτήρα αδικήματα.
Από την άλλη πλευρά, η ποινική προστασία είναι κόλουρη όχι μόνον μετά τον πρόσφατο περιορισμό -μέχρις εξαφανίσεως- της αυτόφωρης διαδικασίας, αλλά και διότι οι πλημμεληματικές ποινές, ακόμη και όταν καταγιγνώσκονται, επιβάλλονται στην συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων με το «ευεργέτημα» της αναστολής, δηλαδή δεν εκτίονται. Οι υβριστές και συκοφάντες ασφαλώς γνωρίζουν αυτήν την οιονεί ασυλία και αισθάνονται συχνά άτρωτοι και αδέσμευτοι στην εξαπόλυση επιθέσεων έναντι των αντιπάλων τους.

Προκειμένου λοιπόν η προστασία που το ουσιαστικό δίκαιο παρέχει στην προσωπικότητα των θιγομένων προσώπων να έχει ουσιαστικό αντίκρισμα και να μην καθίσταται γράμμα κενό, πρέπει να αναμορφωθεί ο κυρωτικός μηχανισμός κατά τρόπον ώστε στις περιπτώσεις που διαπιστώνοναι αποδεδειγμένες παραβιάσεις του αστικού και ποινικού νόμου να επιβάλλονται πραγματικές κυρώσεις, που θα έχουν αρκούντως αποτρεπτικό, αλλά και επανορθωτικό, χαρακτήρα. Άλλως, ο δημόσιος λόγος και η δημόσια σφαίρα θα διολισθαίνουν ολοένα σε μεγαλύτερο βαθμό νοσηρότητος. Η νομική και ηθική αυτή έκπτωση, που είναι απότοκο τις μη εφαρμογής της νομιμότητος, μεταφράζονται στην πράξη σε επιβολή του «δικαίου του ισχυρού». Όπου ισχυρός είναι εκείνος όποιος ελέγχει το μέσο της επικοινωνίας, και αδύναμος εκείνος ο οποίος αναγκάζεται, σε ύστερο χρόνο, να καταφύγει σε ένα δικαστικό σύστημα, που δυστυχώς θα μπορεί να προσφέρει πολύ λίγα και πολύ αργά (too little , too late).